συνδεομένους

συνδεομένους
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc acc pl
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mid masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως …   Dictionary of Greek

  • Πάρμα — Πόλη της Ιταλίας, στην Eμίλια Ρομάνια, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.449 τ. χλμ.), σημαντικός οδικός και συγκοινωνιακός κόμβος. Παραδοσιακό οικονομικό και εμπορικό κέντρο της γόνιμης και εντατικά καλλιεργούμενης περιοχής της, παρουσίασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”